Η αποτυχία των “ελαφιών” στην postseason ήταν εκκωφαντική και η “σφαλιάρα” ηχηρή. Η κριτική που ασκείται στον Γιάννη είναι απόλυτα λογική, όχι μόνο γιατί δεν απέδωσε στα επίπεδα που τον έχουμε συνηθίσει, αλλά και επειδή δεν έχει καταφέρει να βελτιώσει σημαντικά την μεγάλη του αγωνιστική αδυναμία, δηλαδή το μακρινό σουτ.
Το να αραδιάσουμε νούμερα που αποδεικνύουν ότι ο Γιάννης δεν σούταρε καλά στα πλέι-οφ, είναι το πιο εύκολο. Όπως πανεύκολο είναι ο καθένας, είτε Έλληνας, είτε Αμερικανός, είτε οποιοσδήποτε fan του NBA να απαξιώσει τον περσινό -και κατά 99% και φετινό- MVP του NBA.
Ο “Greek Freak” απέτυχε και μαζί του και οι Μπακς. Το γεγονός ότι στα 25 του δεν κατάφερε να στεφθεί πρωταθλητής τον καθιστά αυτόματα “λίγο”, “υπερεκτιμημένο” ή “παίκτη που δεν μπορεί να ηγηθεί ομάδας που έχει στόχο τίτλο”; Φυσικά και όχι.
Ο Γιάννης δεν είναι ο καλύτερος παίκτης στον κόσμο. Ούτε ο Στιβ Νας ήταν ο καλύτερος όταν πήρε back-to-back βραβεία το 2005 και το 2006. Ούτε ο Ράσελ Γουέστμπρουκ ήταν, όταν αναδείχθηκε MVP το 2017, και ας είχε μέσους όρους triple-double. Το γεγονός ότι είσαι ο πολυτιμότερος παίκτης της κανονικής περιόδου δεν σε καθιστά κατ’ ανάγκην κορυφαίο παίκτη στο NBA.
Άρα λοιπόν, θα πρέπει να αξιολογείται σαν ένας εξαιρετικός παίκτης, σίγουρα ένας από τους 6-7 καλύτερους της λίγκας, 25 ετών, που καλείται να οδηγήσει μια παραδοσιακά μικρή δύναμη στην κορυφή. Όχι τους Λος Άντζελες Λέικερς, όχι τους Μπόστον Σέλτικς, όχι τους Σαν Αντόνιο Σπερς, αλλά τους Μιλγουόκι Μπακς του ενός πρωταθλήματος το μακρινό 1971.
Πριν τον απαξιώσουμε ας θυμηθούμε, πόσα πρωταθλήματα είχε ο -κατά τεκμήριο κορυφαίος της τελευταίας 15ετίας- ΛεΜπρόν Τζέιμς στα 25 του χρόνια; Μηδέν. Πόσα πρωταθλήματα είχε ο Στέφεν Κάρι στα 25; Επίσης μηδέν. Πόσα πρωταθλήματα είχε ο Κέβιν Ντουράντ στα 25; Και αυτός μηδέν.
Πόσα έχουν στα 31 τους οι Τζέιμς Χάρντεν και Ράσελ Γουέστμπρουκ; Μηδέν. Πόσα πήραν αθροιστικά στην καριέρα τους οι Άλεν Άιβερσον, Ντομινίκ Γουίλκινς, Πάτρικ Γιούιν, Ρέτζι Μίλερ, Τσαρλς Μπάρκλεϊ, Καρλ Μαλόουν και Τζον Στόκτον; Μηδέν.
Η αποτυχία ενός NBAer να κατακτήσει έστω και ένα πρωτάθλημα δεν τον καθιστά ούτε μέτριο παίκτη, ούτε κακό ηγέτη. Ο Ντουράντ, για παράδειγμα, διάλεξε τον εύκολο δρόμο και πήρε δύο πρωταθλήματα, το 2017 και το 2018 με τους Γκόλντεν Στέιτ Γουόριορς. Αν έμενε στους Θάντερ, πιθανότατα και αυτός σήμερα θα ανήκε στη λίστα με τους παίκτες της παραπάνω παραγράφου.
Ακόμα και στην περίπτωση του “βασιλιά”, η μετακόμιση στο Μαϊάμι το 2010 και η δημιουργία των Big-3 με τους Ντουέιν Γουέιντ και Κρις Μπος έγινε με ακριβώς το ίδιο κίνητρο. Ο ΛεΜπρόν για επτά χρόνια στο Οχάιο δεν κατάφερε τίποτα. Αν έμενε στους Καβαλίερς και προσπαθούσε για 8η, 9η, ή 10η χρονιά, αντί να μετακομίσει στη Φλόριντα, δύσκολα σήμερα θα μετρούσε τρία δαχτυλίδια.
Από που και ως που, λοιπόν, όταν ο ΛεΜπρόν δεν τα κατάφερε στο πλάι του Σακίλ Ο’Νιλ και αναγκάστηκε να πάει στους Χιτ, όταν ο Ντουράντ δεν πήρε τίτλο με τον Γουέστμπρουκ και τον Χάρντεν και αναγκάστηκε να πάει στο Γκόλντεν Στέιτ, απαιτούμε από τον Γιάννη να πάρει στην πλάτη του μια ομάδα με βάρος φανέλας… πούπουλο και να την οδηγήσει στους τελικούς;
Το αν ο Αντετοκούνμπο θα διαλέξει να γίνει Κάρι, να μείνει στην ομάδα του και να παλέψει εκεί για τον τίτλο, ή θα ακολουθήσει τακτικές ΛεΜπρόν και Ντουράντ, είναι δική του απόφαση. Το να τον κατακρίνουμε σήμερα γιατί δεν έγινε πρωταθλητής με supporting cast τον Μπλέντσο και τον Μίντλετον είναι και παράλογο, και άδικο.