Ο Ράσελ Γουέστμπρουκ κέρδισε -όπως αναμενόταν- το βραβείο του πολυτιμότερου παίκτη στη φετινή κανονική περίοδο. Το άξιζε ή όχι;
Ας πάρουμε τα πράγματα από την αρχή. Ο superstar των Οκλαχόμα Σίτι Θάντερ είχε τα πιο τρομακτικά στατιστικά που θα μπορούσε να έχει ένας παίκτης που κερδίζει αυτό το βραβείο. Ολοκλήρωσε τη σεζόν με διψήφια νούμερα σε πόντους, ριμπάουντ και ασίστ, ενώ κατάφερε να σπάσει αρκετά σημαντικά ρεκόρ που είχαν διατηρηθεί για ολόκληρες δεκαετίες. Είναι όμως αρκετά αυτά τα νούμερα για να του χαρίσουν το βραβείο;
Για πολλούς είναι και με το παραπάνω. Κατ’ εμέ δεν αρκούν. Ο Γουέστμπρουκ ήταν ένας παίκτης που από ένα σημείο της σεζόν και ύστερα, υποστηρίχθηκε από μία ολόκληρη ομάδα αποκλειστικά και μόνο για έναν σκοπό. Όλοι έπαιζαν για εκείνον, η ομάδα θυσίαζε επιθέσεις για χάρη του και ο ίδιος έπαιρνε τη μία σκοτωμένη επίθεση μετά την άλλη, απλά και μόνο για να βελτιώσει τα προσωπικά του στατιστικά.
Όλος ο οργανισμός λειτουργούσε γι’ αυτόν, τη στιγμή που η ομάδα βυθιζόταν στην μετριότητα. Στόχος υπήρχε, αλλά δεν ήταν συλλογικός. Ήταν ατομικός και είχε να κάνει με την ανάδειξη του Γουέστμπρουκ ως του καλύτερου παίκτη στη λίγκα, πιθανότατα (και) ως αντίδραση για την αποχώρηση του Κέβιν Ντουράντ.
Ο 28χρονος πόιντ γκαρντ πήρε το σημαντικότερο ατομικό βραβείο της σεζόν, με την ομάδα του να τερματίζει με το 10ο καλύτερο ρεκόρ στο NBA! Ο κορυφαίος παίκτης της σεζόν οφείλει να αλλάζει το επίπεδο της ομάδας του, να την οδηγεί στους τίτλους ή έστω σε μια καλή πορεία. Στην προκειμένη περίπτωση, αντί να δουλεύει εκείνος για την ομάδα, δούλευε η ομάδα γι’ αυτόν.
Για να είμαστε ξεκάθαροι και δίκαιοι, ο Γουέστμπρουκ είναι ένας καταπληκτικός παίκτης. Ωστόσο δεν είναι δυνατόν να ανακηρύσσεται MVP κάποιος που προέρχεται από ομάδα που δεν καταφέρνει απολύτως τίποτα. Είναι -περίπου- σαν να βγαίνει ΜVP της Α1 ο Τόρλιν Φιτζπάτρικ του Ρεθύμνου και MVP της Ευρωλίγκα ο Κιθ Λάνγκφορντ της Ούνιξ Καζάν…